ἐχέθυμος

English (LSJ)

ἐχέθυμον, a master of one's passions, under self-control, Od.8.320:—Subst. ἐχεθυμία is v.l. for ἐχεμυθία in Ph.2.267.

German (Pape)

[Seite 1124] Verstand habend, Od. 8, 320, Schol. λογισμὸν ἔχων, oder κρατῶν τῶν ἐπιθυμιῶν, σώφρων, der besonnen seine Leidenschaften im Zaume hält. Vgl. ἐχέφρων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est maître de soi (propr. de ses désirs), sage.
Étymologie: ἔχω, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέθῡμος: владеющий собой, умеющий сдерживать себя, т. е. разумный Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέθῡμος: -ον, ὁ κρατῶν τῶν ἐπιθυμιῶν, ἐγκρατής, σώφρων, Ὀδ. Η. 320· πρβλ. ἐχέφρων. -Ἐπίρρ. -μως, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 691.

Greek Monolingual

ἐχέθυμος, -ον (Α)
αυτός που υποτάσσει τις επιθυμίες και τα πάθη του, ο εγκρατής, ο σώφρων, ο κύριος του εαυτού του.
επίρρ...
ἐχεθύμως (Α)
κατά σώφρονα τρόπο, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + θυμός «νους»].

Greek Monotonic

ἐχέθῡμος: -ον, αυτός που είναι κύριος των παθών του, εγκρατής, αυτός που κυριαρχεί στα συναισθήματά του, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐχέ-θῡμος, ον
master of one's passion, Od.