ἑξάκλινος

English (LSJ)

ἑξάκλινον, with six couches, also ἕξκλινος, EM346.14:—as substantive ἑξάκλινον, τό, couch to hold six, Mart.9.59.9.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἕξκ- át. según Hdn.Gr.2.222
que tiene seis lechos Hdn.l.c.
subst. τὸ ἑξάκλινον lecho de seis plazas Mart.9.59.

German (Pape)

[Seite 865] mit sechs Tischlagern, auch ἕξκλινος, E. M. u. Philem. lex.; τὸ ἑξάκλινον, Martial. 9, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάκλινος: -ον, ἔχων ἓξ κλίνας, ὡσαύτως ἕξκλινος, Ἐτυμ. Μ. 346. 14· ― ὡς οὐσιαστ. ἑξάκλινον, τό, τὸ ἀνάκλιντρον ἔχον ἓξ θέσεις, Martial. 9. 60.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάκλινος, -ον)
(για υπνοδωμάτιο, θάλαμο κ.λπ.) με έξι κλίνες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἑξάκλινον
ανάκλιντρο με έξι θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλίνη.