ἔκφυμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A eruption of pimples, v.l. in Hp.Insomn.89.
2 outgrowth of vine tendrils, EM330.29.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. erupción Thphr.Sud.14, μέλανα Gal.17(2).108, cf. Hp.Epid.6.8.3 (cód.), Simp.in Epict.14.98.
2 bot. vástago, pimpollo de la vid, ref. al zarcillo τὸ τῆς ἀμπέλου νευρῶδες ἔ. EM 330.30G.

German (Pape)

[Seite 786] τό, Auswuchs, Ausschlag, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφῡμα: τό, ἐξάνθημα, Ἱππ. 377· ἐν τέλ.· βλαστάριον ἀμπέλου, Ἐτυμολ. Μ. 230, 28.

Greek Monolingual

το (AM ἔκφυμα)
ιατρ. εξάνθημα, απόστημα
αρχ.
εκβλάστημα.