ἔμπλην
English (LSJ)
(A), Adv.
A near, next, close by, c. gen., Βοιωτῶν ἔ. Il.2.526; before its case, Lyc.1029: abs., Hes.Sc.372 (cf. πλη-σίος).
(B), Adv. strengtnd. for πλήν.
A besides, except, c. gen., Archil.111, Call.Del.73, Nic.Th.322.
Spanish (DGE)
I adv. cerca ἡνίοχοι δ' ἔ. ἔλασαν ... ἵππους Hes.Sc.372.
II prep. de gen.
1 cerca de, junto a Βοιωτῶν δ' ἔ. ἐπ' ἀριστερὰ θορήσσοντο se armaban en formación junto a los beocios por el lado izquierdo, Il.2.526, ἔ. ἐμεῦ τε καὶ Φόλου Archil.100, ἔ. Παχύνου Lyc.1029.
2 a excepción de ἔ. Αἰγιαλοῦ Call.Del.73.
3 sin κεράων δ' ἔ. sin cuernos de una serpiente, Nic.Th.322.
German (Pape)
[Seite 814] (ἐμπελάζω), ganz nahe, τινός; Il. 2, 526; Lycophr. 1029. Ohne Casus, Hes. Sc. 372. = πλήν, außer, gesondert; τινός, Archil. frg. 103; Call. Del. 73.
French (Bailly abrégé)
1adv. et prép.
tout près ; avec le gén., tout près de.
Étymologie: ἐμπελάζω.
2prép.
à l'exception de, gén..
Étymologie: ἐν, πλήν.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπλην:
I ἐμπελάζω adv. близко, вблизи Hes.
II praep. cum gen. близ (Βοιωτῶν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλην: ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., Βοιωτῶν ἔμπλην Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ αὐτοῦ, ἔμπλην Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ ἐμπελάζω, ὅλως διάφορον τοῦ ἑπομ.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ἔμπλην (Α)
επίρρ. κοντά («Βοιωτῶν δ' ἔμπλην», Ιλ.).
(II)
ἔμπλην (Α)
επίρρ. πλην, εκτός («ἔμπλην ἐμοῦ τε καὶ φίλου»).
Greek Monotonic
ἔμπλην: επίρρ., κοντά, δίπλα, πλησίον, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. από το ἐμπελάζω).
• ἔμπλην: επιτετ. επίρρ. αντί πλήν, εκτός αυτού, ακόμη, επιπλέον, εκτός από, πλην, εξαιρουμένου, με γεν., σε Αρχίλ.
Frisk Etymological English
See also: s. πλήν
Middle Liddell
adverb[strengthened for πλήν,]
besides, except, c. gen., Archil.
adverb
near, next, close by, c. gen., Il. [Prob. from ἐμπελάζω.]
Frisk Etymology German
ἔμπλην: {émplēn}
Grammar: Adv.
Meaning: 1. ‘nahe (da)bei’ (Β 526, Hes. Sc. 372, Lyk. 1029); 2. außer (Archil., Kall., Nik.).
Etymology: Verbindung von ἐν und πλήν, eig. Akk. sg. eines Wurzelnomens der Bed. Nähe, also eig. ‘in die Nähe (von)’, dann wie πλήν auch außer. Vgl. πλήν und Schwyzer 625.
Page 1,506