ἠλιθιάζω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1161] thöricht, dumm handeln od. reden, Gegensatz von φρονεῖν, Ar. Equ. 1120, Schol. ἀνοηταίνω.
French (Bailly abrégé)
faire ou dire des sottises.
Étymologie: ἠλίθιος.
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐθιάζω: говорить или делать глупости, быть глупцом Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιάζω: ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, μωρῶς, ἀνοηταίνω, μωραίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1124.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἠλῐθῐάζω: μιλώ ή ενεργώ με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.