ἡδυπάθημα

English (LSJ)

-ατος, τό, enjoyment, σαρκός AP9.496 (<Ath.>).

German (Pape)

[Seite 1154] τό, = ἡδυπάθεια, Athen. ep. 1 (IX,496).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disposition à la joie, enjouement;
2 mollesse, sensualité.
Étymologie: ἡδυπαθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠπάθημα: ατος (πᾰ) τὸ
1 склонность к веселью, веселый нрав Diog. L.;
2 изнеженность или чувственность Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπάθημα: τό, ἀπόλαυσις, Ἀνθ. Π. 9. 496.

Greek Monolingual

ἡδυπάθημα, τὸ (Α) ηδυπαθώ
ηδυπάθεια, απόλαυσηἡδυπάθημα σαρκός», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἡδυπάθημα: -ατος, τό, απόλαυση, ευχαρίστηση, τέρψη, αναψυχή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡδυπάθημα, ατος, τό, [from ἡδυπᾰθέω]
enjoyment, Anth.