ἡδύοδμος

English (LSJ)

[ῠ], Dor. ἁδύοδμος, ον, = ἡδύοσμος, οἶνος Hp.Mul.1.34; ἔαρ Simon.74.

German (Pape)

[Seite 1153] ion. = ἡδύοσμος, dor. ἁδ., Simonid. bei Ar. Av. 1410.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύοδμος: -ον, Δωρ. ἁδ-, ον, = ἡδύοσμος, Ἱππ. 603, 32· ἔαρ Σιμων. 121.

Greek Monolingual

ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, -ον (Α)
ηδύοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύοδμος, πολύοδμος].