ἰπόω

English (LSJ)

press, squeeze, Cratin.91; especially in surgery, Hp.Art.47; ἰ. τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος Heliod. ap. Orib.49.13.8:—Pass., to be weighed down, ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο A. Pr.365; ἰπούμενος ταῖς ἐσφοραῖς = I'll crush you with taxes Ar.Eq.924.

German (Pape)

[Seite 1257] belasten, pressen; εἰσφοραῖς ἰπούμενος, durch Abgaben belastet, Ar. Equ. 920; ταῖς συμφοραῖς Cratin. bei Poll. 7, 41. S. auch ἰπνόω.

French (Bailly abrégé)

ἰπῶ :
presser, comprimer.
Étymologie: ἶπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰπόω: ῑ, καταπιέζω, καταθλίβω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813 (Littré), Κρατῖν. ἐν «Κρεοβουλίνῃ» 10· - Παθ., πιέζομαι, ἰπούμενος, ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο (πρβλ. ἶπος) Αἰσχύλ. Πρ. 365· ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς, καταπιεζόμενος διὰ τῶν εἰσφορῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 924.

Russian (Dvoretsky)

ἰπόω: (ῑ) (только part. praes. pass. ἰπούμενος) давить, жать: ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο Aesch. (Тифон), придавленный основаниями Этны; ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς Arph. задавленный налогами.