ἰσοκρατία
English (LSJ)
ἡ,
A equality of strength or power, Ti.Locr.95c.
2 = ἰσονομία, equality of rights, republic, opp. τυραννίς, Hdt.5.92.ά (pl.).
German (Pape)
[Seite 1264] ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v.l. ἰσοκρατείας.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
égalité de pouvoir ou de droits.
Étymologie: ἰσοκρατής.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοκρᾰτία: ἡ
1 равенство, равноправие Her.;
2 равенство сил (Plat. - v.l. ἰσοκράτεια).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκρᾰτία: ἡ, ἰσότης ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = ἰσονομία, ἰσότης δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ τυραννίς.
Greek Monolingual
ἰσοκρατία, ἡ (Α) ισοκρατής
1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία
2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. του τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).