ἴκμη
English (LSJ)
ἡ, (ἰκμάς) a plant growing in moist places, duckweed, Lemna minor, Thphr. HP 4.10.1.
German (Pape)
[Seite 1248] ἡ, eine an feuchten Orten wachsende Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκμη: ἡ, (ἰκμάς) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «ἴκμη· φυτόν τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».
Greek Monolingual
ἴκμη, ἡ (Α)
το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό].