ἴωξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ἰωκή, Hsch., EM 481.30, Suid.

German (Pape)

[Seite 1278] ἡ, = δίωξις, VLL. Vgl. ἰωκή.

Greek Monolingual

ἴωξις, ἡ (Α)
ιωκή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλίωξις, με εσφαλμένο χωρισμό τών συστατικών της λέξης].