ὀλιγογνώμων

English (LSJ)

ὀλιγογνώμον, gen. ονος, = ὀλίγωρος, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 320] ον, = ὀλίγωρος, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγογνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὀλίγωρος, Συνέσ. 15Α, Ἡσυχ., Φώτ.· κλητ. ὦ ὀλιγόγνωμον, ἴδε Κόντου Γλωσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

ὀλιγογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής
2. ανόητος, αφελής, μικρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυγνώμων.