ὀπήεις
English (LSJ)
ὀπήεσσα, ὀπήεν, (ὀπή) with a hole, δίφρος ὀ., i.e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.
German (Pape)
[Seite 356] εσσα, εν, mit einer Öffnung, einem Loche, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπήεις: εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, δίφρος ὀπ., δηλ. κάθισμα μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.
Greek Monolingual
ὀπήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει οπή, τρύπιος («δίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμήεις].