ὀπηδῶ

Greek Monolingual

ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, ὀπηδέω (Α) οπηδός
1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύωΕὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ' ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῖ», Καλλ.).