ὀπαδῶ

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

Greek Monolingual

ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, ὀπηδέω (Α) οπηδός
1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύωΕὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ' ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῖ», Καλλ.).