ὀπωρικός
English (LSJ)
ὀπωρική, ὀπωρικόν,
A of fruit: in fem. ὀπωρική, ἡ, name of a remedy for dysentery, Plin.HN24.129.
2 = ὀπωρινός, Gp.4.1.14.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς καρπόν, Γαλην.· ὡσαύτως ὀπώριμος, Σουΐδ. 2) = ὀπωρινός, Γεωπ. 4. 1, 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀπωρικός, -ή, -όν) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπώρα
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το οπωρικό(ν)
φρούτο, εδώδιμος καρπός οπωροφόρου δένδρου
μσν.
οπωρινός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπωρική
ονομασία φαρμάκου για τη δυσεντερία.