ὀπώριμος

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπώριμος Medium diacritics: ὀπώριμος Low diacritics: οπώριμος Capitals: ΟΠΩΡΙΜΟΣ
Transliteration A: opṓrimos Transliteration B: opōrimos Transliteration C: oporimos Beta Code: o)pw/rimos

English (LSJ)

= ὀπωρικός, Anon. ap. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπώριμος: -ον, = ὀπωροφόρος, καρποφόρος, «τοὺς βασιλικοὺς παραδείσους ἐξέτεμεν, οἳ δὴ πλέοι ὀπωρίμων δένδρων ἦσαν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ὀπώρα.

Greek Monolingual

ὀπώριμος, -ον (Α)
οπωροφόρος, καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιμος πιθ. κατά το κάρπ-ιμος].

German (Pape)

ὀπωρικός, Suid.