ὀρνιθοπέδη

English (LSJ)

ἡ, snare for birds, AP 9.396 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, Vogelschlinge, Paul. Sil. 72 (IX, 396).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
piège ou lacs pour prendre les oiseaux.
Étymologie: ὄρνις, πέδη.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοπέδη:птичья западня или силок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοπέδη: ἡ, παγὶς πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 396.

Greek Monolingual

ὀρνιθοπέδη, ἡ (Μ)
παγίδα πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις-, -ιθος + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη.

Greek Monotonic

ὀρνῑθοπέδη: ἡ, παγίδα για πιάσιμο πουλιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀρνῑθο-πέδη, ἡ,
a snare for birds, Anth.