ὁμίλημα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A intercourse, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. Pl.Lg.730b.
II of a person, κακὸν ὁμίλημα = bad company, E.Fr.219, cf. Luc.Am.25.
German (Pape)
[Seite 331] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sujet d'entretien, de conversation;
2 société, compagnie.
Étymologie: ὁμιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμίλημα: ατος (ῑ) τό общение, связь или знакомство (ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμίλημα: [ῑ], τό, συναναστροφή, σχέσις, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ συντροφία, Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
Greek Monolingual
το (Α ὁμίλημα) ομιλώ
νεοελλ.
ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα
αρχ.
1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.)
2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὁμίλημα: [ῑ], -ατος, τό (ὁμιλέω), σχέση, συναναστροφή, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὁμῑ́λημα, ατος, τό, ὁμιλέω
intercourse, Plat.