ὅπλομαι

English (LSJ)

poet. for ὁπλίζομαι, prepare, δεῖπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι Il. 19.172,23.159; cf. ὁπλίζω 1, ὁπλέω. (ὁπλεῖσθαι should perhaps be restored.)

German (Pape)

[Seite 360] poet. = ὁπλίζομαι, δεῖπνον ὅπλεσθαι, sich ein Mahl bereiten, Il. 19, 172. 23, 159.

French (Bailly abrégé)

seul. inf. prés.
préparer pour soi (un repas, etc.).
Étymologie: ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

ὅπλομαι: (med. к ὁπλίζω
1 приготовлять себе (δεῖπνον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὅπλομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζω, δεῖπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι Ἰλ. Τ. 172, Ψ. 159 πρβλ. ὁπλίζω Ι, ὁπλέω.

English (Autenrieth)

prepare, inf. (Il.)

Greek Monotonic

ὅπλομαι: ποιητ. αντί ὁπλίζομαι, ετοιμάζω, προετοιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὅπλομαι, [poetic for ὁπλίζομαι]
to prepare, Il.