ἄνωχθι
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
ἀνώχθω, ἄνωχθε, v. ἄνωγα.
Spanish (DGE)
v. ἄνωγα.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. pf. de ἀνώγω.
Russian (Dvoretsky)
ἄνωχθι: 2 л. sing. imper. к ἀνώγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνωχθι: ἀνώχθω, ἄνωχθε, ἴδε ἐν λ. ἄνωγα.
Greek Monotonic
ἄνωχθι: ἀνώχθω, βʹ και γʹ ενικ. προστ. του ἄνωγα· ἄνωχθε, βʹ πληθ.