ὑπατμισμός

English (LSJ)

ὁ, vaporization, Id.3.23, Orib.Syn.9.53, Alex.Trall.1.16.

German (Pape)

[Seite 1184] ὁ, das Unterhalten und Räuchern, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπατμισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ὑπατμίζεσθαι, αὐτόθι 23 (26).

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑπατμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ὑπατμίζω.

Translations