ὑποδιαστολή

English (LSJ)

ἡ,
A slight stop, between words in speaking or reading, Quint.Inst.11.3.35.
II mark to divide words from one another (most Greek writing being continuous), e.g. ἔστιν, ἄξιος to distinguish it from ἔστι Νάξιος, Ps.-D.T.674, Sch.D.T.p.24H., al., Eust.701.56, 1465.16.
III slight change in positions of the planets, Vett.Val.73.17.

German (Pape)

[Seite 1215] ἡ, kleinere Trennung, bes. der Wörter im Sprechen, Quinct. 11, 3, 35. Dah. – a) ein kleines Interpunctionszeichen, Komma, Kolon. – b) ein Lesezeichen, wodurch die Sylben eines Wortes ein wenig getrennt werden, um die Verwechslung mit einem andern gleichlautenden zu vermeiden, z. B. ὅ, τι u. ὅτι, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδιαστολή: ἡ грам. слово- или слогоразделение.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιαστολή: ἡ, μικρὰ στάσις μεταξὺ λέξεων κατὰ τὴν ὁμιλίαν ἢ ἀνάγνωσιν, Quintil 11. 3, 35. ΙΙ. σημεῖον δι’ οὗ διαιροῦνται αἱ συλλαβαὶ λέξεως πρὸς διάκρισιν αὐτῆς ἀπὸ ἑτέρας ὁμοίας, οἷον ὅ,τι (ὅ ἐστιν ὅ τι) πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὅτι, Εὐστ. 701. 50., 1465. 16, κλπ.

Greek Monolingual

η / ὑποδιαστολή, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
διαχωριστικό σημείο με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από άλλη ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό ότι από το αναφορικό ό,τι
νεοελλ.
μαθημ. ειδικό γραπτό σημείο σαν το κόμμα, που χρησιμοποιείται στους δεκαδικούς αριθμούς για να χωρίσει τις ακέραιες μονάδες από τις δεκαδικές, λ.χ. 25,50
αρχ.
1. παύση μικρής διάρκειας κατά την ανάγνωση ή απαγγελία λέξεων
2. μικρή μεταβολή της θέσης τών πλανητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + διαστολή «διάκριση, διαχωρισμός»].