ὑπορύσσω

English (LSJ)

Att. ὑπορύττω, dig under, undermine, τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα, Hdt.5.115, 6.18, PRyl.127.11 (i A. D.); μέρος τοῦ ἐξαγωγοῦ PTeb. 13.10 (ii B. C.); τὸ σταθμόν, of burglars, ib.804.12 (ii B. C.); σύριγγα Polyaen.6.17: abs., Ath.Mech.20.3: metaph., τὰς κοινὰς διαλύσεις ὑπορύσσω Plu.Ages.35; τὰ τῆς διαίτης Luc.Merc.Cond.31; ὑπορύσσω τῶν ἀπορρήτων ἔνια find them out, Plu.2.490c.

German (Pape)

[Seite 1231] att. ὑπορύττω, untergraben, unterminiren; Her. 5, 115; τὰ τείχη Pol. 22, 11, 4; Sp., wie Luc. Merc. cond. 31; übertr., Plut. Agesil. 35.

French (Bailly abrégé)

creuser en dessous, miner ; fig. miner, saper, détruire.
Étymologie: ὑπό, ὀρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπορύσσω: атт. ὑπορύττω
1 вести подкоп, подкапывать (τὸ τεῖχος Her., Polyb.);
2 подрывать, разрушать: ὑ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Plut. подрывать состояние всеобщего мира;
3 изнурять, истощать (τινά Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπορύσσω: Ἀττ. ὑπορύττω, σκάπτω ὑποκάτω, ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω, τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα Ἡρόδ. 5. 115., 6. 18· μεταφορ., ὑπ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 35· τὰ τῆς διαίτης Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31· ὑπ. τὰ ἀπόρρητα, προδίδω, κοινολογῶ, Πλούτ. 2. 490C.

Greek Monolingual

ὑπορύσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπορύττω Α
υποσκάπτω
αρχ.
φρ. «ύπορύττω τὰ ἀπόρρητα» — προδίδω, κοινολογώ τα μυστικά (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀρύσσω «σκάβω»].

Greek Monotonic

ὑπορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκάβω από κάτω, υποσκάπτω, υπονομεύω, φθείρω, σε Ηρόδ.