ὑποστεγάζω
Middle Liddell
to support from underneath, Aesch.
German (Pape)
= ὑποστηρίζω, Aesch. Prom. 428, v.l.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστεγάζω: носить на себе, выдерживать (Aesch. - v. l. ὑποστενάζω).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστεγάζω: ἴδε ὑποστενάζω ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 208.
Greek Monotonic
ὑποστεγάζω: υποστηρίζω, υποστυλώνω από κάτω, σε Αισχύλ.