ὑπόρρηνος
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui allaite un agneau.
Étymologie: ὑπό, ῥήν.
German (Pape)
poet. statt ὕπαρνος, ein Lamm unter sich habend, es säugend, Il. 10.216.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρρηνος: Hom. = ὕπαρνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρρηνος: -ον, (ῥήν, ἀρὴν) ποιητ. ἀντὶ ὕπαρνος, ὁ ἔχων ἀμνὸν ὑποκάτω, Ἰλ. Κ. 216· πρβλ. ὑπόπορτις, ὑπόπωλος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) ὕπαρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρρηνος (< ῥήν, ῥῆνος «αρνί»), πρβλ. πολύρρηνος].
Greek Monotonic
ὑπόρρηνος: -ον (ῥήν, ἀρήν), αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, σε Ομήρ. Ιλ.