ὠκυμάχος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, quick to fight, AP6.132 (Nossis).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agile au combat.
Étymologie: ὠκύς, μάχομαι.

German (Pape)

schnell kämpfend, Λοκροί Noss. 6 (VI.132).

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠμάχος: стремительный в сражении, воинственный (Λοκροί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυμάχος: -ον, ὁ ὠκέως, ταχέως μαχόμενος, Ἀνθ. Παλατ. 6.132.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται ένθερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος].

Greek Monotonic

ὠκυμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται γρήγορα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκῠ-μάχος, ον, μάχομαι
quick to fight, Anth.