ῥακά
English (LSJ)
Hebr. word expressive of contempt, Ev.Matt.5.22.
Russian (Dvoretsky)
ῥακά: ὁ или τό indecl. (арам.) пустой человек NT.
Greek (Liddell-Scott)
ῥακά: ἐβραϊκὴ λέξις ἐκφράζουσα ἄκραν περιφρόνησιν, κενός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22.
English (Strong)
of Chaldee origin (compare רֵק); O empty one, i.e. thou worthless (as a term of utter vilification): Raca.
Greek Monolingual
ῥακά, ΝΑ
(εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
Greek Monotonic
ῥακά: Εβρ. λέξη που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:?ak£ 拉卡
詞類次數:名詞(1)
原文字根:空的
字義溯源:哦,廢物,飯桶,愚笨,獃子,拉加;拉加是原文音譯,意:愚笨,源自迦勒底文(רֵיק)=空的),而 (רֵיק)出自(רִיק)=倒空)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 拉加(1) 太5:22
French (New Testament)
raca, « vaurien » : expression de mépris utilisée par les Juifs au temps de Jésus
[araméen « vide (d'esprit)]]»