ῥεγεύς

English (LSJ)

ῥεγέως, ὁ, dyer, EM703.28 (vv.ll. ῥαγεῖς, ῥηγεῖς); also ῥεγιστής, οῦ, ὁ, Hsch.; cf. ῥογεύς.

German (Pape)

[Seite 836] ὁ, = ῥηγεύς, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεγεύς: ὁ, ὁ βαφεύς, ῥεγεῖς ἔλεγον τοὺς βαφεῖς καὶ ῥέγος τὸ βάμμα Ἐτυμολ. Μέγ. 703. 28 (διάφ. γραφὴ ῥαγεῖς)· ῥεγιστής, οῦ, ὁ, «ῥεγισταί· οἱ βαφεῖς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ῥηγεύς και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, ῥηγέως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγεύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].

Translations

dyer

Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ‎, صَبَّاغَة‎; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd