destructive

English > Greek (Woodhouse)

adjective

harmful: P. and V. ἀσύμφορος, νοσώδης, ὀλέθριος (Plato but rare P.), V. λυμαντήριος, πολυφθόρος, πανώλης, πανώλεθρος, Ar. and V. ἀτηρός.

Latin > French (Gaffiot 2016)

dēstrūctīvē, de manière à détruire : Boet. Anal. pr. 1, 42.