disorder
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. θόρυβος, ὁ. ἀκοσμία, ἡ. P. ταραχή, ἡ, ἀταξία, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
disease: P. and V. νόσος. ἡ. νόσημα. τό, P. πόνος. ὁ (Thuc. 2, 49).
throw into disorder. v.: P. and V. ταράσσειν, συνταράσσειν. Ar. and P. θορυβεῖν.
in disorder: use P. οὐδενὶ κόσμῳ, ἀτάκτως.
without disorder: V. οὐκ ἀκόσμως.
verb transitive
P. and V. ταράσσειν, συνταράσσειν, συγχεῖν, φύρειν (Plato also Ar.), κυκᾶν (Plato also Ar.).