allowance: V. μέτρημα, τό.
gift: P. and V. δῶρον, τό, δωρεά, ἡ, δόσις, ἡ.
share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
P. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν.
have doled out to one: P. διαμετρεῖσθαι (acc.), μετρεῖσθαι (acc.).