enérgicamente
Spanish > Greek
ἀγωνιστικῶς, διατεταμένως, ἐνεργῶς, ἐντόνως, ἐπικρατέως, ἐρρωμένως, εὐρώστως, εὐσθενῶς, εὐτόνως, ἰσχυρῶς, πρακτικῶς, προχείρως, ῥωμαλέως
ἀγωνιστικῶς, διατεταμένως, ἐνεργῶς, ἐντόνως, ἐπικρατέως, ἐρρωμένως, εὐρώστως, εὐσθενῶς, εὐτόνως, ἰσχυρῶς, πρακτικῶς, προχείρως, ῥωμαλέως