estudioso
Spanish > Greek
γραμματεύς, γραμματικός, κριτικός, λεσχηνώτης, ὁμιλητής, σχολαστικός, ὑπήκοος, φιλόλογος, φοιτητής, μελετηρός, φιλομαθής
γραμματεύς, γραμματικός, κριτικός, λεσχηνώτης, ὁμιλητής, σχολαστικός, ὑπήκοος, φιλόλογος, φοιτητής, μελετηρός, φιλομαθής