μελετηρός

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελετηρός Medium diacritics: μελετηρός Low diacritics: μελετηρός Capitals: ΜΕΛΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: meletērós Transliteration B: meletēros Transliteration C: meletiros Beta Code: melethro/s

English (LSJ)

μελετηρά, μελετηρόν, practising diligently, X.An.1.9.5 (Sup.), Longin.Rh.p.203 H. (Sup.); συνουσίαι μελετηραί = debating societies, Philostr.VS1.23.2.

German (Pape)

[Seite 122] sich gern übend; φιλομαθέστατον εἶναι καὶ μελετηρότατον, Xen. An. 1, 9, 5; συνουσίαι μελετηραί, zu Übungen bestimmte Versammlungen, Philostr. soph. 1, 527, 24.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui aime l'exercice ou qui aime l'étude;
Sp. μελετηρότατος.
Étymologie: μελετάω.

Russian (Dvoretsky)

μελετηρός: любящий заниматься, прилежный, неутомимый (τοξικῆς τε καὶ ἀκοντίσεως Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μελετηρός: -ά, -όν, ὁ προθύμως καὶ ἐπιμελῶς ἀσκούμενος, Ξέν. Ἀν. 1. 9, 5· συνουσίαι μελ., συναναστροφαὶ πρὸς μελέτην καὶ συζήτησιν, Φιλόστρ. 527.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελετηρός, -ά, -όν) μελέτη
νεοελλ.
αυτός που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη, στη σπουδή ενός θέματος, αυτός που αγαπά τη μελέτη, φιλομαθής, επιμελής («θα προοδεύσει, γιατί είναι μελετηρός»)
αρχ.
1. αυτός που ασκείται σε κάτι με προθυμία και επιμέλεια («ἔκρινον δ' αὐτὸν καὶ τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων... φιλομαθέστατον εἶναι καὶ μελετηρότατον», Ξεν.)
2. φρ. «μελετηραὶ συνουσίαι» — εταιρείες, συντροφιές, συναναστροφές, στις οποίες διεξάγονταν συζητήσεις και γίνονταν έρευνες διαφόρων θεμάτων (Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

μελετηρός: -ά, -όν (μελετάω), αυτός που εξασκείται επιμελώς, σε Ξεν.

Middle Liddell

μελετηρός, ή, όν μελετάω
practising diligently, Xen.