gebogen, s. biegen. – geboren, s. gebären.
γαμψός, γαυσός, γναμπτός, γρυπός, γυρός, καμπύλος, κορωνίς, κορωνός, κυκλώδης, κυρτός, σκολιός, στρεπτός, συγκύπτω