Ar. and P. σκῶμμα, τό, P. χλευασία. ἡ, χλευασμός, ὁ, πομπεία, ἡ, V. κερτόμησις, ἡ; see mockery.
P. and V. σκώπτειν; (Euripides, Cyclops 675), Ar. and P. χλευάζειν; see mock.