P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθάς (Dem. 605), Ar. and P. νομιζόμενος, P. σύντροφος.
continuous: P. συνεχής.
ἐθάς, ἐθήμων, ἐθίζω, εἴωθα, ἐθιστός, ἔθιμος, ἔμφυτος, ἑκτικός