habituation

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. συνήθεια, ἡ.

habituation with wrong: P. συνήθεια τῶν ἀδικημάτων (Dem. 342).

Translations

Bulgarian: свикване, приучване; Czech: habituace; Dutch: gewenning; Greek: εξοικείωση, εθισμός; Ancient Greek: ἐθισμός, ξυνήθεια, ὁδοποίησις, προσεθισμός, συνεθισμός, συνήθεια; Indonesian: habituasi; Latin: consuetudo; Polish: habituacja; Russian: привыкание, приобретение привычки, приспособление, адаптация; Spanish: habituación