προσεθισμός
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ὁ, habituation, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 757] ὁ, Angewöhnung, Angewohnheit (?).
Greek (Liddell-Scott)
προσεθισμός: ὁ, τὸ προσεθίζειν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α προσεθίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσεθίζω.
Translations
habituation
Bulgarian: свикване, приучване; Czech: habituace; Dutch: gewenning; Greek: εξοικείωση, εθισμός; Ancient Greek: ἐθισμός, ξυνήθεια, ὁδοποίησις, προσεθισμός, συνεθισμός, συνήθεια; Indonesian: habituasi; Latin: consuetudo; Polish: habituacja; Russian: привыкание, приобретение привычки, приспособление, адаптация; Spanish: habituación