συνεθισμός
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁ, habituation, Plot.1.3.3, Jul.Or.8.248a.
German (Pape)
[Seite 1010] ὁ, Angewöhnung womit oder wozu, Gewohnheit.
Greek (Liddell-Scott)
συνεθισμός: ὁ, συνήθεια, ὁ μετά τινος ἢ πρός τι ἐθισμός, Πλωτῖν. 20G, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 468.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συνεθίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεθίζω.
Translations
habituation
Bulgarian: свикване, приучване; Czech: habituace; Dutch: gewenning; Greek: εξοικείωση, εθισμός; Ancient Greek: ἐθισμός, ξυνήθεια, ὁδοποίησις, προσεθισμός, συνεθισμός, συνήθεια; Indonesian: habituasi; Latin: consuetudo; Polish: habituacja; Russian: привыкание, приобретение привычки, приспособление, адаптация; Spanish: habituación