proper
English > Greek (Woodhouse)
adjective
fitting: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων σύμμετρος, εὐσχήμων, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
it is proper, v.: P. and V. πρέπει, προσήκει, ἁρμόζει.
suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος.
opportune: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος, V. εὔκαιρος.
proper to, suitable to: P. οἰκεῖος (dat.).
orderly: P. and V. κόσμιος, εὔκοσμος, Ar. and P. εὔτακτος.
ceremonious: P. and V. σεμνός.