recklessness

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. προπέτεια, ἡ, θρασύτης, ἡ, εὐχέρεια, ἡ, P. and V. ἀβουλία, ἡ, θράσος, τό, τόλμα, ἡ, ἀφροσύνη, ἡ, Ar. and V. δυσβουλία, ἡ; see rashness.