regular
English > Greek (Woodhouse)
adjective
ordinary, customary: P. and V. νόμιμος, συνήθης, ἠθάς (Dem. 605), εἰωθώς, εἰθισμένος, P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
regular meeting of the Assembly: Ar. and P. κυρία Ἐκκλησία (as opposed to σύγκλητος Ἐκκλησία).
Spanish > Greek
διοικέω, διαρμόζω, ἐμμελής, ἐγκύκλιος, ἔνθεσμος, ἐνοικονομέω, ἀναβιβάζω, ἀμετάβλητος