διοικέω

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικέω Medium diacritics: διοικέω Low diacritics: διοικέω Capitals: ΔΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: dioikéō Transliteration B: dioikeō Transliteration C: dioikeo Beta Code: dioike/w

English (LSJ)

impf.
A διῴκουν Th.8.21, etc.: fut. -ήσω Pl.Men.73b: aor. διῴκησα Isoc.1.35, etc.: pf. διῴκηκα Pl.Ti.19e, D.24.202:—Med., fut. διοικήσομαι Id.8.13 (also in pass. sense, Hdn.8.7.6): aor. διῳκησάμην D.18.247: pf. (in med. sense) διῴκημαι (v. infr.):—Pass., aor. διῳκήθην Luc.Nec.19: pf. διῴκημαι Arist.Ath.25.2, dub. l. in Antiph.191.18, D.22.74: plpf. διῴκητο (προ-) Id.23.14; but with both augm. and redupl., pf. δεδιῴκημαι Antiph.155, Machoap.Ath.8.341c, Phld.Rh.2.266S.:—keep house: hence, generally, control, manage, administer, τὴν πόλιν Th.8.21, etc.; τὰ τῆς πόλεως Ar.Ec.305; τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Pl.Men. 91a; τὸν κόσμον Id.Phdr.246c; τὸν οὐρανόν Id.Lg.896e; τὰ ἀνθρώπινα ib.713c; τὸν ἑαυτοῦ βίον Isoc.1.10; τὴν οὐσίαν D.27.50, etc.; τὰ κοινά Id.1.22; τὴν ἀρχήν Arist.Pol.1313a35; τὰ μέγιστα ὁ λογισμὸς διῴκηκε Epicur.Sent.16; δ. πάντα ἀκριβῶς, of a housekeeper, Lys. 1.7; πολέμους Din.1.69; of a financier, δ. τὰ πρὸς τὴν πόλιν, ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, D.27.60, 45.33; πεντεκαίδεκα τάλαντα, ἃ Καλλισθένης διῴκησεν Id.20.33; administer as deputy, τὴν λογιστείαν Stud.Pal.8.1010.1 (iii/iv A. D.):—Pass., to be ordered, be managed, etc., τύχῃ δ. Hp.VM1, Aeschin.1.4; ἅπας ὁ βίος φύσει καὶ νόμοις δ. D.25.15:—Med., manage after one's own will and pleasure, τὰ πράγματα διοικήσασθαι Id.4.12: pf. Pass. (in med. sense), ἵν' ἃ βουλόμεθα ὦμεν διῳκημένοι Id.18.178; διοικούμενος οὕτως ἀδίκους πλεονεξίας managing to make such iniquitous profits, Id.44.38, cf. 40; διοικεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους act collusively with... Id.58.20, cf. 19. b. abs., exercise authority, govern, τυραννικώτερον Arist.Pol.1313a2, cf. 1298b12.
2 provide, furnish, ἀπορῶ τἆλλα ὁπόθεν διοικῶ D.27.66, cf. Decr. ap. eund.24.27 (Pass.); δ. τὴν ἀδελφήν provide for, settle her, D.24.202:—Pass., to be nourished or be supported, ὑπό τινος Str.14.2.24; γάλακτι Ath.2.46e (dub. l.).
3 rent, farm, νομῶν τῶν πρὸς χαλκὸν διοικουμένων PTeb.79.8 (ii B. C.), al.
4 digest food, D.L.6.34.
5 Rhet., Med., distribute, arrange in a discourse, D.H.Rh.9.4.
II inhabit distinct places, Pl.Ti.19e:—Med., live apart, κατὰ κώμας X.HG5.2.5 (s.v.l.; διοικοῖντο Cobet).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. opt. 3a plu. διοικέοισαν SIG 672.73 (Delfos II a.C.); v. pas. perf. δεδιῴκηται Macho 76, inf. δεδιῳκῆσθαι Phld.Rh.2.266, δεδιοικῆσθαι Cod.Iust.1.4.26 proem., part. neutr. plu. διῳκημένα Antiph.189.19, δεδιῳκημένα Antiph.153]
I en v. act.
1 polít. y admin., c. ac. de n. concr. administrar, gobernar τὴν πόλιν Th.8.21, cf. Ar.Ec.305, τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις καλῶς Pl.Men.91a, cf. 73b, Ti.19e, τὰ ... κοινὰ τὰ Θετταλῶν D.1.22, τὴν οὐσίαν D.27.50, πεντεκαίδεκ' ... τάλαντα, ἃ Καλλισθένης διῴκησεν D.20.33, τὰ πρὸς τὴν πόλιν δ. atender a las obligaciones para con el Estado, e.d. las deudas con el Estado D.27.60, τὴν ἀρχὴν δ. ejercer el poder Arist.Pol.1313a35, τὸν κόσμον Pl.Phdr.246c, Iren.Lugd.Haer.1.23.3, τὸν οὐρανόν Pl.Lg.896d, (ἐκκλησίαν) Clem.Ep.5.6, τὴν ἐπισκοπήν MAMA 1.170 (Laodicea, crist.), τὸν κλῆρον Epiph.Const.Haer.63.2.4, πάντα τὰ τῆς μονῆς πράγματα προνοῆσαι καὶ διοικεῖν καὶ οἰκονομεῖν Melit.Fr.Pap.49.13, en metáf. καθάπερ ἔκ τινος ἑστίας ἡ διοικοῦσα τὸ δένδρον δύναμις Gal.5.523, en v. pas. διοικοῦνται δ' αἱ τυραννίδες ... τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων las tiranías están gobernadas por el capricho de sus jefes Aeschin.1.4, ὥστε μέμνηνται τούτων ὡς καλῶς αὐτοῖς διῳκημένων D.22.74, τὰς πόλεις ὑπὸ τῶν ῥητόρων δεδιῳκῆ[σ] θαι Phld.l.c., ἀγαθῇ θεοῦ προνοίᾳ ... διοικεῖσθαι τὸν κόσμον Hom.Clem.2.36, cf. 11.34, τὰ σιτωνικὰ χρήματα Cod.Iust.l.c.
part. pas. neutr. subst. τὰ διῳκημένα la administración de los bienes, Arist.Ath.25.2
de tierras administrar, explotar en v. pas. νομαὶ αἱ πρὸς χα[λκὸν] διοικουμέναι PTeb.60.41, cf. 79.8 (ambos II a.C.)
abs., c. ac. adv. llevar la administración τρόπον τυραννικώτερον δ. Arist.Pol.1313a2, cf. 1298b12
part. subst. ὁ διοικῶν = el encargado de, el administrador ἀκριβῶς πάντα διοικοῦσα administradora exacta de todas las cosas Lys.1.7, εἰ γὰρ ἐνεδέησεν τοσούτων χρημάτων, τούτου διοικοῦντος ἐνεδέησεν D.45.33, διοικοῦντ' ἐπὶ τῇ τραπέζῃ D.45.33, τὰς ἐπιστολὰς αὐτοῦ D.C.72.7.4, τὸν ἀγῶνα PAgon.3.33, 4.31 (ambos III d.C.), τὴν λογιστείαν Stud.Pal.8.1010.1 (IV/V d.C.)
fig. digerir ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν, ἀλλ' οὐ διῴκησεν D.L.6.34.
2 c. ac. de pers. llevar los asuntos de, asistir τὴν ἀδελφὴν καλῶς D.24.202, τὰ παιδία τὰ Μητροδώρου Epicur.Fr.[78] 12
mantener, sustentar κἀμὲ καὶ τὴν μητέρα Men.Dysc.739, ἀφ' ὧν (τάλαντα) ἐκεῖνος αὑτὸν καὶ τοὺς φίλους εὐτελῶς ... διοικῶν Plu.Cleom.32, en v. pas. διοικούμενος ὑπὸ τούτων (una mula y un mulero), Str.14.2.24
fig. manejar, manipular οἷά με Ἐπίκουρος οὗτος διοικεῖ cómo me maneja ese Epicuro Alciphr.4.17.1.
3 c. ac. de n. abstr. organizar, ordenar, regular πάσης Ἑλλάδος καὶ ξυμμάχων βίον A.Fr.181a.2, cf. Isoc.1.10, Aesop.170, τὰ ἑαυτοῦ Isoc.1.35, τὰ ἀνθρώπινα Pl.Lg.713c, τοὺς ... πολέμους Din.1.69, τὰ μέγιστα ὁ λογισμὸς διῴκηκε la razón ha ordenado las cosas más importantes Epicur.Sent.[5] 16, διά τε πανουργίας ... καὶ δόλου τὰς πράξεις Vett.Val.71.28, τὰ πολιτικά Hdn.3.10.2, cf. 3.5.1, 4.8.1, τὴν ἀγνωμοσύνην τῶν ἀνθρώπων Hom.Clem.3.61, en v. pas. τύχῃ δ' ἂν πάντα τὰ τῶν καμνόντων διοικεῖτο Hp.VM 1, ἅπας ... ὁ βίος ... φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15, τὰ πάντα μοι ... δεδιῴκηται πάλαι Macho l.c.
4 proveer a en v. pas. εἴ τινος ἐνδεῖ πρὸς τὰ Παναθήναια διοικηθῇ y si algo falta para las Panataneas, provéase Decr. en D.24.27, μηθὲν καταδεέστερον ποιοῦντας τῶν πρότερον ὑπὸ τᾶς πόλιος διοικουμένων IG 92(1).583.29 (Acarnania III a.C.)
pagar εἰ δὲ τοὺς τόκους μὴ διοικέοισαν οἱ δανεισάμενοι τοῖς ἐπιμεληταῖς SIG l.c., τὰν ἐμφοράν SEG 23.398.8, 12 (Etolia II a.C.)
abonar en cuenta, registrar de asientos contables, en v. pas. ὁ χειρισμὸς τῶν πρὸς γενήματα διοικουμένων UPZ 112.4.15 (III a.C.), οὐκ ἐλάσσω τῶν κζ ταλάντων ... διοικηθήσεται UPZ 225.26 (II a.C.), cf. PCair.Zen.361.43 (III a.C.), POxy.61.8 (III d.C.) en BL 1.313.
5 en cont. de lengua tratar un tema, tocar un tema en v. pas. διῳκήθη μὲν οὖν καὶ ἄλλα, τελευταῖον δὲ τὸ περὶ τῶν πλουσίων primero se trataron otros temas y, por fin, lo referente a los ricos (en una asamblea), Luc.Nec.19, καὶ τἄλλα ..., εἰ διοικεῖται, παρέντες y dejando las otras cosas, si se trata de ello en un libro, Phld.Rh.2.171Aur.
II en v. med.
1 administrar para sí, en provecho propio, como uno quiere ἅπανθ' ὅσα βούλεται D.8.13, cf. 4.12, 18.178, τὰ πλεῖστα ... ὧν κατέπραξε D.18.247, τὰ ἐν τῇ Ῥώμῃ Hdn.8.7.6
c. πρός y ac. arreglárselas uno mismo πρὸς ἀλλήλους D.58.20, πρὸς Κτησικλέα τὸν λογογράφον D.58.19, c. παρά y gen. διοικήσασθαι παρὰ τῶν συμπρυτάνεων, ὅπως ἀπαγγείλῃ τῷ δήμῳ τὰ ἱερά Thphr.Char.21.11.
2 organizar en provecho propio, idear, buscar τὸν ... οὕτως ἀδίκους πλεονεξίας διοικούμενον al que busca en provecho propio tan injustas ventajas D.44.38, ὃ δὲ μετὰ ταῦτα διοικεῖται Λεώστρατος ..., τοῦτο πάντων δεινότατόν ἐστιν D.44.40, τὴν αὑτῆς χρείαν διοικεῖται ἐν παραινέσεως σχήματι φιλοσοφοῦσα D.H.Rh.8.10.
3 encargarse, hacerse cargo de c. el ac. elíptico σὺ δέ, εἴ τι λείπεται διοικησάμενος Hld.10.33.3.
4 ret. organizar, disponer ordenadamente las partes de un discurso ὁ λόγος, ἂν μή τι ἕτερον διοικῆται ἢ λέγῃ, παντάπασιν ἄτοπός ἐστι καὶ ἀσχήμων D.H.Rh.9.4, cf. 5, 8.4
part. pas. neutr. subst. τὰ διῳκημένα la distribución de los recursos dramáticos, Antiph.189.19.

French (Bailly abrégé)

διοικῶ :
impf. διῴκουν, f. διοικήσω, ao. διῴκησα, pf. διῴκηκα;
Pass. f. διοικηθήσομαι, ao. διῳκήθην, pf. διῴκημαι ou δεδιῴκημαι;
administrer une maison ; en gén. administrer, gouverner ; τὴν πόλιν THC gouverner l'État ; τὸν βίον ISOCR gouverner sa vie;
Moy. διοικέομαι, διοικοῦμαι;
1 intr. habiter séparément;
2 tr. régler pour soi, traiter pour soi, faire une convention.
Étymologie: διά, οἰκέω.

German (Pape)

(nach den Attizisten impf. ἐδιῴκουν, δεδιῴκημαι, s. Macho unten);
1 abgesondert bewohnen; οἰκήσεις ἰδίας διῳκηκός Plat. Tim. 19e. So im med., κατὰ κώμας, vereinzelt in Flecken wohnen, Xen. Hell. 5.2.5. Gew.
2 durch das Haus walten, verwalten, τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Plat. Men. 91a, und oft; auch Folgde; τὴν πόλιν καὶ τὴν βασιλείαν Isocr. 2.2; τὰ τῆς πόλεως Ar. Eccl. 305; πολέμους Din. 1.69; τὰ πρὸς τὴν πόλιν, τὰ πολιτικά, Dem. und A.; πόλις διοικεῖται νόμοις καὶ ψηφίσμασι Dem. 24.152, wie πᾶς ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται 25.15; αἱ τυραννίδες διοικοῦνται Aesch. 1.4. Allgemeiner, einrichten, anordnen, τὰ ἀνθρώπινα Plat. Legg. VII.713c; ταπεινῶς τὸν βίον Isocr. 1.10; von der Behandlung eines rhetorischen Stoffes, Dion.Hal.; auch im med., vom Verwalten des Geldes, Dem. 20.33; ἐπὶ τραπέζῃ, vom Wechselgeschäft, 45.33; besorgen, anschaffen; εἴ τινος ἐνδεῖ πρὸς τὰ Παναθήναια διοικηθῇ 24.97; vgl. ἀπορῶ ὁπόθεν τὰ ἄλλα διοικῶ 27.66; δεδιῴκηται πάλαι, ist verausgabt, Macho bei Ath. VIII.841c; – τὴν ἀδελφὴν καλῶς διῴκηκεν, hat er gut versorgt, Dem. 24.202; überhaupt = behandeln; οἷά μεδ. Alciphr. 2.2; erhalten, ernähren, τὸ ὑποτίτθια γάλακτι διοικεῖται Ath. II.46e; vgl. αὑτὸν εὐτελῶς διοικῶν, d.i. einfach lebend, Plut. Cleom. 32; Strab. XIX.659.
Bei den Ärzten = verdauen, DL. 6.34.
Med., für sich anordnen, Dem.; bes. = etwas ausführen, oft mit der Nebenbdtg »durch schlimme Ränke und Listen«; μετὰ πλείστης ἡσυχίας πάνθ' ὅσα βούλεται Φίλιππος διοικήσεται 8.13; ἵνα ἃ βουλόμεθα ὦμεν διῳκημένοι 18.178; ἀδίκους πλεονεξίας 44.38; πρός τινα, mit Einem ein Abkommen treffen, 58.19.

Russian (Dvoretsky)

διοικέω: (aor. διῴκησα; pf. pass. διῴκημαι и δεδιῴκημαι)
1 тж. med. жить особняком (οἰκήσεις ἰδίας οὐδαμῇ διῳκηκώς Plat.): διοικεῖσθαι κατὰ κώμας Xen. селиться отдельными деревнями;
2 управлять, руководить, заведовать (τὴν πόλιν Thuc.; τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Plat.; τὰς πόλεις καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους Arst.; νόμοις διοικεῖσθαι Dem.): δ. τινι τὰ ποίμνια καὶ τὰ βουκόλια Plut. заведовать чьими-л. стадами; τὰ ἐν αὑτοῖς ἴσως δ. Dem. честно вести внутренние дела своей страны; πεντεκαίδεκα τάλαντα, ἃ διῴκησε Dem. пятнадцать талантов, которые находились в его распоряжении;
3 устраивать (τὴν ἀδελφὴν καλῶς Dem.; πρεσβείας τὰς μεγίστας Plut.): ἅπανθ᾽, ὅσα βούλεται, διοικήσεται Dem. он добьется всего, чего хочет; ταπεινῶς δ. τὸν ἑαυτοῦ βίον Isocr. вести скромный образ жизни; αὑτὸν εὐτελῶς δ. Plut. жить просто; διοικήσασθαι πρός τινα Dem. договориться с кем-л.;
4 физиол. усваивать, переваривать (ὠμὰ κρέα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

διοικέω: διῴκουν, Θουκ. 8. 21, κτλ.· μέλλ. -ήσω, Πλάτ.· ἀόρ. διῴκησα Ἰσοκρ., κτλ.· πρκμ. διῴκηκα Πλάτ., δεδιῴκηκα Ἀριστ. Ἀποσπ. 429. -Μέσ., μέλλ. -ήσομαι Δημ.· ἀόρ. διῳκησάμην Δημ.· πρκμ. (μετὰ μέσ. σημασ.) διῴκημαι, ἴδε κατωτέρ. -Παθ., ἀόρ. διῳκήθην Λουκ. Νεκ. 19· πρκμ. διῴκημαι Ἀντιφ. Ποιησ. 1. 18, Δημ. 616. 27, ὑπερσ. διῴκητο (προ-) Δημ. 625. 5· ἀλλὰ μετ’ αὐξήσεως ἅμα καὶ ἀναδιπλασιασμοῦ πρκμ. δεδιῴκημαι Ἀντιφ. Μητρ. 2, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341C· οὕτω παρατ. μετὰ διπλῆς αὐξήσ. ἐδιῴκουν Μαλαλ. Κυρίως, διατηρῶ οἶκον· ἀκολούθως, γεν., κυβερνῶ, διευθύνω, τὴν πόλιν Θουκ. 8. 21, κτλ.· τὰ τῆς πόλεως Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 305· τάς τε οἰκίας· καὶ τὰς πόλεις Πλάτ. Μένωνι 91 Α· τὸν κόσμον ὁ αὐτ. Φαίδρ. 246C· τὸν οὐρανὸν ὁ αὐτ. Νόμ. 896 Ε· τὰ ἀνθρώπινα αὐτόθι 713C· τὸν βίον Ἰσοκρ. 2 Ε, κτλ., πρβλ. Δημ. 774. 8· τὴν οὐσίαν ὀ αὐτ. 829. 9· τὰ κοινὰ ὁ αὐτ. 15. 22· τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 4· δ. ἀκριβῶς, ἐπὶ οἰκοδεσποίνης, Λυσ. 92. 23· πολέμους Δείναρχ. 98. 46· ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν οἰκονομικῶν ἄρχοντος, δ. τὰ πρὸς τὴν πόλιν, τὰ ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Δημ. 832. 23., 1111, ἐν τέλ.· τάλαντα, ἃ Καλλισθένης διῴκησεν ὁ αὐτ. 467. 18. -Παθ., κυβερνῶμαι, τύχῃ δ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, Αἰσχίν. 1. 20· ἅπαςβίος φύσει καὶ νόμοις δ. Δημ. 774. 7. -Μέσ. κυβερνῶ κατὰ τὴν θέλησιν καὶ ἐπιθυμίαν μου, τὰ πράγματα διοικήσασθαι Δημ. 43. 21· καὶ πρκμ. (ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας), ἵν’ ἃ βουλόμεθα ὦμεν διῳκημένοι ὁ αὐτ. 288. 1· διοικούμενος οὕτως ἀδίκους πλεονεξίας, κυβερνῶν ὥστε νὰ προσπορισθῇ τόσον ἄδικα κέρδη, ὁ αὐτ. 1092. 5, πρβλ. 22· ἀλλά, διοικοῦμαι πρός τινα, ἔρχομαι εἰς συμφωνίαν πρός τινα…, ὁ αὐτ. 1327. 23, πρβλ. 1328, 4. β) ἀπόλ., ἐξασκῶ ἐξουσίαν, κυβερνῶ, τυραννικῶς Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 36, πρβλ. 4. 14, 11. 2) προνοῶ, προμηθεύω, παρέχω, ἀπορῶ τἆλλα ὁπόθεν διοικῶ Δημ. 834. 19, πρβλ. 708. 25· δ. τὴν ἀδελφήν, προνοῶ περὶ αὐτῆς, τακτοποιῶ τὰ κατ’ αὐτήν, ὀ αὐτ. 763. 6. -Παθ., τρέφομαι ἢ ὑποστηρίζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 659· γάλακτι Ἀθήν. 46 Ε. 3) χωνεύω τροφήν, Διογ. Λ. 6. 34. 4) ἐν τῇ Ρητορ. τὸ μέσ. διοικεῖσθαι ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς διατάξεως καὶ διευθετήσεως τῆς ὕλης λόγου τινός, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 4. ΙΙ. κατοικῶ χωριστά, Πλάτ. Τιμ. 19 Ε.-Μέσ., ζῶ, διαμένω χωριστά, κατὰ κώμας Ξεν. Ἐλλ. 5. 2, 5.

Greek Monotonic

διοικέω: παρατ. -διῴκουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ διῴκησα, παρακ. διῴκηκα — Παθ. αόρ. αʹ διῳκήθην, παρακ. διῴκημαι·
I. 1. κυρίως, διαχειρίζομαι το σπίτι· έπειτα, γενικά, χειρίζομαι, κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω, τὴν πόλιν, σε Θουκ. κ.λπ.· ιδίως, χρησιμ. για οικονομικά ζητήματα, σε Δημ. — Μέσ., κυβερνώ σύμφωνα με τη θέληση και επιθυμία μου, τὰπράγματα, στον ίδ.· Παθ. παρακ. (με την ίδια σημασία), στον ίδ.
2. παρέχω, προμηθεύω, προνοώ, στον ίδ.
II. διαμένω χωριστά, κατοικώ σε ξεχωριστούς τόπους, σε Πλάτ. — Μέσ., ζω χωριστά, σε Ξεν.

Middle Liddell

imperf. διῴκουν fut. -ήσω aor1 διῴκησα perf. διῴκηκα Pass., aor1 διῳκήθην perf. διῴκημαι
I. properly to manage a house: then generally, to manage, control, govern, administer, τὴν πόλιν Thuc., etc.; especially of financial matters, Dem.:—Mid. to manage after one's own will and pleasure, τὰ πράγματα Dem.; perf. pass. (in same sense), Dem.
2. to provide, furnish, Dem.
II. to inhabit distinct places, Plat.:— Mid. to live apart, Xen.

Léxico de magia

administrar, gobernar como acción de la divinidad τὸ κυρίου ὄνομα, ὅ ἐστι Ὀγδοάς, ὁ τὰ πάντα ἐπιτάσσων καὶ διοικῶν el nombre del señor, que es Ogdoas, el que todo lo ordena y gobierna P XIII 743 P XIII 733 P XIII 753 P LXXVII 8

Lexicon Thucydideum

regere, to rule, govern, 8.21.1.

Translations

administer

Belarusian: адміністраваць; Bulgarian: ръководя, управлявам; Catalan: administrar; Chinese Mandarin: 管理; Czech: spravovat; Esperanto: administri; Finnish: hallita, johtaa, hallinnoida; French: administrer, gérer; Galician: administrar; German: verwalten, administrieren; Greek: διοικώ; Hungarian: adminisztrál, igazgat, vezet, kormányoz, intéz, lebonyolít, levezényel; Ido: administrar; Italian: amministrare; Japanese: 管理する; Latin: administro; Manchu: ᡴᠠᡩᠠᠯᠠᠮᠪᡳ; Maori: minita; Polish: zarządzać, administrować; Portuguese: administrar; Romanian: administra; Russian: управлять, руководить, администрировать; Spanish: administrar; Swedish: administrera; Ukrainian: адмініструвати, управляти; Welsh: goruchwylio, gweinyddu; Yiddish: אַדמיניסטרירן‎

rule

Arabic: حَكَمَ‎; Egyptian Arabic: حكم‎; Aromanian: vãsilipsescu, amirãripsescu, dumnescu; Azerbaijani: idarə etmək; Belarusian: правіць, кіраваць, панаваць, уладарыць; Bengali: শাসন করা; Bulgarian: управлявам, властвувам; Catalan: manar, governar, regnar; Chinese Mandarin: 治, 統治, 统治, 治理; Min Dong: 治; Czech: vládnout; Dutch: regeren; Esperanto: regi; Faroese: stýra; Finnish: säännellä, hallita, johtaa, päättää, hallita, vallita; French: gouverner, régler; Galician: mandar, gobernar; German: regieren, beherrschen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌿𐌾𐌹𐌽𐍉𐌽, 𐍅𐌰𐌻𐌳𐌰𐌽; Greek: κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω; Ancient Greek: ἄρχω, κρατέω, ἡγέομαι; Hebrew: מָשַׁל‎, שָׁלַט‎; Hindi: शासन करना; Hungarian: ural, uralkodik, irányít, vezet, igazgat, szabályoz; Icelandic: stjórna, drottna, ráða, ríkja; Italian: governare; Japanese: 治める, 支配する, 統治する; Korean: 통치하다; Latin: rego, impero; Latvian: valdīt; Macedonian: управува; Malayalam: ഭരിയ്ക്കുക; Neapolitan: cumannà; Norwegian Bokmål: styre, regjere; Nynorsk: styre, regjere; Old English: wealdan; Polish: rządzić, panować; Portuguese: reinar, governar; Romanian: domni; Russian: править, властвовать, руководить, господствовать, управлять; Sanskrit: राष्टि; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀прављати, владати, регулирати or; Roman: ùpravljati, vládati, regulírati or; Shan: ဢုပ်ႉပိူင်ႇ; Slovak: vládnuť; Slovene: vlādati; Spanish: mandar, gobernar; Swahili: sharti; Swedish: styra, regera, härska; Telugu: పాలించు; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎋; Ukrainian: правити, керувати, урядувати, управляти, панувати, владарювати; Volapük: reigön, guverön; Yiddish: קעניגן‎, הערשן‎, געוועלטיקן‎; Zazaki: hakem, hakim, soretger