retorcido
Spanish > Greek
ἀγκύλος, ἕλιξ, ἑλίκωψ, βλαισός, εἱλικόεις, ἑλικός, αἰόλος, ἑλικοειδής, ἀγκυλόκυκλος, ἑλιγματώδης, ἀμφιπλίξ, ἑλικώδης, ἑλικτός, διάστροφος
ἀγκύλος, ἕλιξ, ἑλίκωψ, βλαισός, εἱλικόεις, ἑλικός, αἰόλος, ἑλικοειδής, ἀγκυλόκυκλος, ἑλιγματώδης, ἀμφιπλίξ, ἑλικώδης, ἑλικτός, διάστροφος