εἱλικόεις
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
εἱλικόεσσα, εἱλικόεν, = ἕλιξ, ἀσπίδες Nic.Th.201; κτίλοι with crooked horns, Opp.C.1.388; βότρυς Nonn. D. 12.343; δράκων ib.9.130.
Spanish (DGE)
(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἑλι- Sch.Nic.Th.201b
ondulado, retorcido, sinuoso de serpientes ἀσπίδες Nic.Th.201, cf. Sch.ad loc., δράκων Nonn.D.9.130, de la vid βότρυς Nonn.D.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.D.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.C.1.388.
German (Pape)
[Seite 728] εσσα, εν, p. für ἑλικόεις, gewunden; ἀσπίς Nic. Th. 201; κτίλοι, mit gewundenen Hörnern, Opp. Cyn. 1, 388.
Greek Monolingual
εἱλικόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. στριφογυριστός
2. αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες»)
3. αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις δράκων»).