ribbon

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. ταινία, ἡ.

chaplet: P. and V. στέφανος, τό, στέμμα, τό (Plato but rare P.), V. στέφος, τό, πλόκος, ὁ, πλέγματα, τά, Ar. στεφάνη, ἡ; see fillet.