wickedness

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. and V. κάκη, ἡ. πανουργία, ἡ, τὸ κακοῦργον, πονηρία, ἡ, Ar. and P. κακία, ἡ, μοχθηρία, ἡ, P. κακότης, ἡ, κακουργία, ἡ; see sin.

injustice: P. and V. ἀδικία, ἡ.

impiety: P. and V. ἀσέβεια, ἡ, V. δυσσέβεια, ἡ, P. ἀνοσιότης, ἡ.

lawlessness: P. and V. ἀνομία, P. παρανομία, ἡ.

Translations

Bulgarian: злоба, лошотия; Catalan: dolenteria, malícia; Finnish: pahuus; French: méchanceté, perversité; German: Bosheit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐍅𐌰𐍅𐌴𐍃𐌴𐌹; Greek: μοχθηρία, κακία, αχρειότητα; Ancient Greek: ἀνοσιότης, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, ἀτοπία, κάκη, κακία, κακοεργία, κακοεργίη, κακότης, κακοτροπία, κακουργία, μοχθηρία, πανουργία, πονηρία, ῥᾳδιουργία, τὸ κακόηθες, τὸ πανοῦργον, φαυλότης; Hebrew: רִשְׁעוּת‎; Irish: áibhirseoireacht, coireacht, colaí, díchúis, lochtaíl, mallaitheacht, urchóideacht; Italian: cattiveria; Lao: ຄວາມຊົ່ວ; Middle English: wikkednesse; Occitan: marridesa, aulesa, malícia, perversitat, malesa, malor, emmaliment, marridariá; Romagnol: cativēria; Romanian: răutate, perversitate, ticăloșie; Russian: злоба; Sanskrit: अधर्म, निकृति; Spanish: maldad, perversidad, perversión, malicia; Tocharian B: yolaiññe; Ukrainian: злочестивість