αμφιπεριπλάσσω
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
ἀμφιπεριπλάσσω (Α)
(για φάρμακο) απλώνω ολόγυρα, επαλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιπλάσσω.
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
ἀμφιπεριπλάσσω (Α)
(για φάρμακο) απλώνω ολόγυρα, επαλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιπλάσσω.